πορτιέρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poɾˈtçe.ɾi.sa/ & /poɾˈti̯e.ɾi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐τιέ‐ρισ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτιέρισσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πορτιέρης