ποσοδείκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποσοδείκτης < απόδοση για την αγγλική quantifier[1]. Αναλύεται σε ποσο- < ποσό + δείκτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποσοδείκτης αρσενικό
- (γλωσσολογία) λέξη που εκφράζει ποσότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ποσοτικός προσδιορισμός, όπως οι λέξεις: πολλά, λίγα, δέκα
- (λογική, θεωρία συνόλων) ένα από τα δύο σύμβολα, τα οποία δηλώνουν ποσότητα, όπως ο υπαρκτικός ποσοδείκτης (∃) και ο καθολικός ποσοδείκτης (∀)[2]
- (πληροφορική) είναι ένα από τα σύμβολα που δηλώνουν το πλήθος των χαρακτήρων προς αναζήτηση (ταίριασμα) σε μια συμβολοσειρά[3]
- → δείτε ποσοδείκτες κανονικών εκφράσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μαθηματική Λογική, σελ. 3. Πρόσβαση:2020-02-28
- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 125-129 από kallipos.gr. Πρόσβαση:2019-09-26
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Θεωρία συνόλων (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)