πουρινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πουρινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της πουρίνης
- ※ Στην παρούσα Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία μελετήθηκε ο πουρινεργικός υποδοχέας Ρ2Χ7, ο οποίος ενεργοποιείται παρουσία ΑΤΡ και μετατρέπεται σε έναν μη επιλεκτικό ιονοτροπικό δίαυλο κατιόντων (Αλέξιος Παπακώστας, Χρήση υπολογιστικών εργαλείων για το σχεδιασμό ανταγωνιστών του υποδοχέα Ρ2Χ7 κατά της ενεργοποίησης του φλεγμονοσώματος (inflammasome), Πανεπιστήμιο Πατρών, 2017 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουρινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)