πραγματολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραγματολογικός η πραγματολογική το πραγματολογικό
      γενική του πραγματολογικού της πραγματολογικής του πραγματολογικού
    αιτιατική τον πραγματολογικό την πραγματολογική το πραγματολογικό
     κλητική πραγματολογικέ πραγματολογική πραγματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραγματολογικοί οι πραγματολογικές τα πραγματολογικά
      γενική των πραγματολογικών των πραγματολογικών των πραγματολογικών
    αιτιατική τους πραγματολογικούς τις πραγματολογικές τα πραγματολογικά
     κλητική πραγματολογικοί πραγματολογικές πραγματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πραγματολογικός

  • που μελετά πραγματικά δεδομένα και φαινόμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]