πραξικοπηματίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραξικοπηματίας (ήδη από το 1886)[1] < πραξικόπημα, πραξικοπηματ- + -ίας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾa.ksi.ko.pi.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐ξι‐κο‐πη‐μα‐τί‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραξικοπηματίας αρσενικό
- αυτός που συμμετέχει σε πραξικόπημα και έχει κύριο ρόλο σε αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αρχιπραξικοπηματίας
- → και δείτε τη λέξη πραξικόπημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραξικοπηματίας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 836, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- πραξικοπηματίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πραξικοπηματίας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)