πρασινοκίτρινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρασινοκίτρινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρασινοκίτρινος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρασινοκίτρινο ουδέτερο
- το χρώμα που είναι ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο, ή μια ανάμειξη των δυο
πρασινοκίτρινο (χρώμα):
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρασινοκίτρινο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πρασινοκίτρινο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πρασινοκίτρινος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρασινοκίτρινος