πρασινοκίτρινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρασινοκίτρινο τα πρασινοκίτρινα
      γενική του πρασινοκίτρινου των πρασινοκίτρινων
    αιτιατική το πρασινοκίτρινο τα πρασινοκίτρινα
     κλητική πρασινοκίτρινο πρασινοκίτρινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρασινοκίτρινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρασινοκίτρινος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρασινοκίτρινο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρασινοκίτρινο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πρασινοκίτρινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρασινοκίτρινος