πρεβαντόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρεβαντόριο | τα | πρεβαντόρια |
γενική | του | πρεβαντόριου & πρεβαντορίου |
των | πρεβαντόριων & πρεβαντορίων |
αιτιατική | το | πρεβαντόριο | τα | πρεβαντόρια |
κλητική | πρεβαντόριο | πρεβαντόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρεβαντόριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική préventorium < préventeur < prévention < λατινική praeventio < praeventum, αιτιατική σουπίνο του praevenio < prae- + venio (κατ’ αναλογίαν με το σανατόριο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pre.vaˈnto.ri.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐βα‐ντό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρεβαντόριο ουδέτερο
- (παρωχημένο) αναρρωτήριο για προληπτική θεραπεία ασθενών (συνήθως παιδιών και εφήβων) με προδιάθεση για φυματίωση, που δεν έχουν ακόμη την ενεργό μορφή της νόσου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Preventorium στην αγγλική Βικιπαίδεια
- σανατόριο
Πηγές[επεξεργασία]
- πρεβαντόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρεβαντόριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρεβαντόριο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)