προβληματιζόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβληματιζόμενος η προβληματιζόμενη το προβληματιζόμενο
      γενική του προβληματιζόμενου της προβληματιζόμενης του προβληματιζόμενου
    αιτιατική τον προβληματιζόμενο την προβληματιζόμενη το προβληματιζόμενο
     κλητική προβληματιζόμενε προβληματιζόμενη προβληματιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβληματιζόμενοι οι προβληματιζόμενες τα προβληματιζόμενα
      γενική των προβληματιζόμενων των προβληματιζόμενων των προβληματιζόμενων
    αιτιατική τους προβληματιζόμενους τις προβληματιζόμενες τα προβληματιζόμενα
     κλητική προβληματιζόμενοι προβληματιζόμενες προβληματιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

προβληματιζόμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]