προβοκαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβοκαρισμένος η προβοκαρισμένη το προβοκαρισμένο
      γενική του προβοκαρισμένου της προβοκαρισμένης του προβοκαρισμένου
    αιτιατική τον προβοκαρισμένο την προβοκαρισμένη το προβοκαρισμένο
     κλητική προβοκαρισμένε προβοκαρισμένη προβοκαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβοκαρισμένοι οι προβοκαρισμένες τα προβοκαρισμένα
      γενική των προβοκαρισμένων των προβοκαρισμένων των προβοκαρισμένων
    αιτιατική τους προβοκαρισμένους τις προβοκαρισμένες τα προβοκαρισμένα
     κλητική προβοκαρισμένοι προβοκαρισμένες προβοκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προβοκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προβοκάρω

Μετοχή

[επεξεργασία]

προβοκαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]