προγραμματιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγραμματιστικός η προγραμματιστική το προγραμματιστικό
      γενική του προγραμματιστικού της προγραμματιστικής του προγραμματιστικού
    αιτιατική τον προγραμματιστικό την προγραμματιστική το προγραμματιστικό
     κλητική προγραμματιστικέ προγραμματιστική προγραμματιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγραμματιστικοί οι προγραμματιστικές τα προγραμματιστικά
      γενική των προγραμματιστικών των προγραμματιστικών των προγραμματιστικών
    αιτιατική τους προγραμματιστικούς τις προγραμματιστικές τα προγραμματιστικά
     κλητική προγραμματιστικοί προγραμματιστικές προγραμματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. αποτέλεσμα του προγραμματισμού
  2. για προγραμματιστική εξομοίωση, πχ το ίδιο τεχνητό νευρικό δίκτυο ή το ίδιο πετάλι κιθάρας το οποίο εκτελείται μέσω προγράμματος και βασίζεται περισσότερο στην λειτουργία της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας παρά στο υλικό ηλεκτρονικό κύκλωμα (και πάλι υπάρχει ηλεκτρονικό κύκλωμα όμως ένας υπολογιστής μπορεί να εξομοιώσει πάμπολλα νευροδικτυώματα και πετάλια κιθάρας, αντιθέτως ένα φυσικά/υλικά στυπωμένο πάγιο (μη ευέλικτο) κύκλωμα που βασίζει τους υπολογισμούς του σε αμετακίνητες διασυνδέσεις και συγκεκριμένα συστατικά (αντιστάσεις, πηνία, πυκνωτές κτλ.), η κεντρική μονάδα επεξεργασίας είναι ευέλικτη διότι με λογικές πύλες ανοίγει και κλείνει πολύ περισσότερες διεργασίες συγκριτικά με ένα κοινό ηλεκτρονικό κύκλωμα)