προεμπλουτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προεμπλουτισμός < προ- + εμπλουτισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preenrichment)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προεμπλουτισμός αρσενικό
- (σπάνιο) ο προκαταρκτικός εμπλουτισμός, πριν από κάποια άλλη διαδικασία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεμπλουτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)