προκεχωρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προκεχωρημένος, λανθασμένος σχηματισμός μετοχής παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό από το ρήμα προχωρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προκεχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει εντός μιας περιοχής ή εντός κάποιου πεδίου
- δόγμα της «προκεχωρημένης μάχης» - μάχη που διεξάγεται πριν φτάσει ο εχθρός στα σύνορα
- προκεχωρημένο φυλάκιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προκεχωρημένος
|