προμίσθωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προμίσθωση | οι | προμισθώσεις |
γενική | της | προμίσθωσης* | των | προμισθώσεων |
αιτιατική | την | προμίσθωση | τις | προμισθώσεις |
κλητική | προμίσθωση | προμισθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προμισθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προμίσθωση < ελληνιστική κοινή προμίσθωσις < προμισθόω < αρχαία ελληνική πρό + μισθόω < μισθός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈmi.sθo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐μί‐σθω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προμίσθωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προμισθώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προμίσθωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)