προνύμφη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προνύμφη οι προνύμφες
      γενική της προνύμφης των προνυμφών
    αιτιατική την προνύμφη τις προνύμφες
     κλητική προνύμφη προνύμφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Προνύμφη σαλαμάνδρας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προνύμφη < προ- + νύμφη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈniɱ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐νύμ‐φη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προνύμφη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]