προοριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προοριστικός η προοριστική το προοριστικό
      γενική του προοριστικού της προοριστικής του προοριστικού
    αιτιατική τον προοριστικό την προοριστική το προοριστικό
     κλητική προοριστικέ προοριστική προοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προοριστικοί οι προοριστικές τα προοριστικά
      γενική των προοριστικών των προοριστικών των προοριστικών
    αιτιατική τους προοριστικούς τις προοριστικές τα προοριστικά
     κλητική προοριστικοί προοριστικές προοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προοριστικός < μεσαιωνική ελληνική προοριστικός[1] < ελληνιστική κοινή προορίζω < αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὅρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

προοριστικός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. προοριστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)