προσκολλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσκολλώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προσκολλημένος, -η, -ο
- που έχει προσκολληθεί σε κάτι
- που είναι κολλημένος συναισθηματικά σε κάτι