προσχηματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχηματίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
προσχηματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσχηματίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσχηματισμένος
|