προσχωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσχωμένος η προσχωμένη το προσχωμένο
      γενική του προσχωμένου της προσχωμένης του προσχωμένου
    αιτιατική τον προσχωμένο την προσχωμένη το προσχωμένο
     κλητική προσχωμένε προσχωμένη προσχωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσχωμένοι οι προσχωμένες τα προσχωμένα
      γενική των προσχωμένων των προσχωμένων των προσχωμένων
    αιτιατική τους προσχωμένους τις προσχωμένες τα προσχωμένα
     κλητική προσχωμένοι προσχωμένες προσχωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

προσχωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]