προσωπάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | προσωπάρχης | οι | προσωπάρχες |
γενική | του του/της |
προσωπάρχη προσωπάρχου |
των | προσωπαρχών |
αιτιατική | τον/την | προσωπάρχη | τους/τις | προσωπάρχες |
κλητική | προσωπάρχη (προσωπάρχα) |
προσωπάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωπάρχης < προσωπ(ικό) + -άρχης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chef du personnel
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσωπάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- υπεύθυνος προσωπικού μιας εταιρείας, ο διευθυντής προσωπικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπάρχης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λιμενάρχης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρχης (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)