προσωπιδοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωπιδοφόρος η προσωπιδοφόρα το προσωπιδοφόρο
      γενική του προσωπιδοφόρου της προσωπιδοφόρας του προσωπιδοφόρου
    αιτιατική τον προσωπιδοφόρο την προσωπιδοφόρα το προσωπιδοφόρο
     κλητική προσωπιδοφόρε προσωπιδοφόρα προσωπιδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωπιδοφόροι οι προσωπιδοφόρες τα προσωπιδοφόρα
      γενική των προσωπιδοφόρων των προσωπιδοφόρων των προσωπιδοφόρων
    αιτιατική τους προσωπιδοφόρους τις προσωπιδοφόρες τα προσωπιδοφόρα
     κλητική προσωπιδοφόροι προσωπιδοφόρες προσωπιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσωπιδοφόρος < ροσωπίδα + -ο- + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

προσωπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσωπιδοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]