προσωπομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωπομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopometry < αρχαία ελληνική πρόσωπον + μέτρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπομετρία θηλυκό
- (επιστήμη) επιστημονικός κλάδος που ασχολείται επιστημονικά με τη μελέτη των φυσικών χαρακτηριστικών του προσώπου, ιδιαίτερα τη μέτρηση και ανάλυση των αναλογιών και των διαστάσεων του ανθρώπινου προσώπου (σε τομείς όπως η ιατροδικαστική, η ανθρωπολογία, η αισθητική ιατρική, η βιομετρική αναγνώριση κ.λπ.)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- προσωπομετρική
- προσωπομετρικός
- προσωπόμετρο
- → δείτε τις λέξεις πρόσωπο και μέτρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωπομετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)