προσωπομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προσωπομετρικός -ή -ό
- αυτός που σχετίζεται με τη μέτρηση του προσώπου
- (ως ουσιαστικό) η προσωπομετρική: η προσωπομετρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσωπομετρικός
|