προφασιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προφασιζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προφασίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφασιζόμενος
|
προφασιζόμενος
|