πρωτογεωμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτογεωμετρικός < πρωτο- + γεωμετρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτογεωμετρικός, -η, -ο
- που ανήκει στην πρώτη περίοδο της γεωμετρικής εποχής της αρχαίας Ελλάδας (ενδεικτικά μεταξύ 1050 ΠΚΕ έως 900 ΠΚΕ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Protogeometric style στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτογεωμετρικός
|