πρόσγαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόσγαλο | τα | πρόσγαλα |
γενική | του | πρόσγαλου | των | πρόσγαλων |
αιτιατική | το | πρόσγαλο | τα | πρόσγαλα |
κλητική | πρόσγαλο | πρόσγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσγαλο ουδέτερο
- γάλα που ανακατεύεται με τυρόγαλο, προκειμένου να παρασκευαστεί ανθότυρο, μυζήθρα κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρόσγαλο
|