τυρόγαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυρόγαλο τα τυρόγαλα
      γενική του τυρόγαλου των τυρόγαλων
    αιτιατική το τυρόγαλο τα τυρόγαλα
     κλητική τυρόγαλο τυρόγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυρόγαλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρόγαλον < τυρό- + γάλ(α) + -ο
Τυρόγαλο σε μπολ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈɾo.ɣa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ρό‐γα‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυρόγαλο ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) το διάλυμα που απομένει μετά την πήξη του γάλακτος και την απομάκρυνση του στερεού πήγματος
    Το τυρόγαλο είναι όξινο διάλυμα λόγω του γαλακτικού οξέος που περιέχει.
    άλλες μορφές: τυρόγαλα
     συνώνυμα: ορόγαλα
  2. (σπάνιο, μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος από κτηνοτροφική περιοχή, αγροίκος
     συνώνυμα: χωριάτης, βλάχος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]