πτέρωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτέρωσῐς αἱ πτερώσεις
      γενική τῆς πτερώσεως τῶν πτερώσεων
      δοτική τῇ πτερώσει ταῖς πτερώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πτέρωσῐν τὰς πτερώσεις
     κλητική ! πτέρωσῐ πτερώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτερώσει
γεν-δοτ τοῖν  πτερωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτέρωσις < πτερόω + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτέρωσις θηλυκό

  1. το πτέρωμα
  2. η τοποθέτηση φτερών σε βέλος
  3. (ελληνιστική σημασία ,ιατρική) εξάρτημα χειρουργικού εργαλείου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]