πτερυγοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτερυγοειδής | η | πτερυγοειδής | το | πτερυγοειδές |
γενική | του | πτερυγοειδούς* | της | πτερυγοειδούς | του | πτερυγοειδούς |
αιτιατική | τον | πτερυγοειδή | την | πτερυγοειδή | το | πτερυγοειδές |
κλητική | πτερυγοειδή(ς) | πτερυγοειδής | πτερυγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτερυγοειδείς | οι | πτερυγοειδείς | τα | πτερυγοειδή |
γενική | των | πτερυγοειδών | των | πτερυγοειδών | των | πτερυγοειδών |
αιτιατική | τους | πτερυγοειδείς | τις | πτερυγοειδείς | τα | πτερυγοειδή |
κλητική | πτερυγοειδείς | πτερυγοειδείς | πτερυγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτερυγοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πτερυγοειδής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτερυγοειδής
|