πτερυγωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτερυγωτός η πτερυγωτή το πτερυγωτό
      γενική του πτερυγωτού της πτερυγωτής του πτερυγωτού
    αιτιατική τον πτερυγωτό την πτερυγωτή το πτερυγωτό
     κλητική πτερυγωτέ πτερυγωτή πτερυγωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτερυγωτοί οι πτερυγωτές τα πτερυγωτά
      γενική των πτερυγωτών των πτερυγωτών των πτερυγωτών
    αιτιατική τους πτερυγωτούς τις πτερυγωτές τα πτερυγωτά
     κλητική πτερυγωτοί πτερυγωτές πτερυγωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτερυγωτός < πτέρυγα

Επίθετο[επεξεργασία]

πτερυγωτός, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει πτέρυγες
  2. αυτός που έχει διαμόρφωση πτέρυγας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]