πυελῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυελῖτις αἱ πυελίτιδες
      γενική τῆς πυελίτιδος τῶν πυελιτίδων
      δοτική τῇ πυελίτιδι ταῖς πυελίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν πυελῖτιν τὰς πυελίτιδας
     κλητική ! πυελῖτι πυελίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυελῖτις (μαρτυρείται από το 1879)[1] → και δείτε τη λέξη πυελίτιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυελῖτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 871, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου