πυρόσφαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρόσφαιρα οι πυρόσφαιρες
      γενική της πυρόσφαιρας
    αιτιατική την πυρόσφαιρα τις πυρόσφαιρες
     κλητική πυρόσφαιρα πυρόσφαιρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrosphère[1] < αρχαία ελληνική πῦρ, πυρό- + σφαῖρα (σφαίρα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρόσφαιρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]