ρασκέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρασκέτα | οι | ρασκέτες |
γενική | της | ρασκέτας | των | ρασκετών |
αιτιατική | τη | ρασκέτα | τις | ρασκέτες |
κλητική | ρασκέτα | ρασκέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρασκέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική raschiétta < raschiare < δημώδης λατινική *rasculum < λατινική rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd- < *reh₁d- (ξύνω, γρατσουνώ, ροκανίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρασκέτα θηλυκό
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) εργαλείο (είδος ξύστρας ή ξέστρου) με το οποίο ξεκολλούσαν το κάρβουνο που έπρεπε να ριχτεί στο λέβητα ενός ατμόπλοιου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρασκέτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)