ρεβιζιονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεβιζιονιστικός < ρεβιζιονιστής
Επίθετο[επεξεργασία]
ρεβιζιονιστικός
- που ανήκει στον ή χαρακτηρίζει τον ρεβιζιονιστή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεβιζιονιστικός
|