ρετσινάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾe.t͡siˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐τσι‐νάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρετσινάς αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο το οποίο καλλιεργεί ρετσίνι
- ※ Όπως καταγγέλλουν οι ρετσινάδες μεταξύ άλλων, η τιμή της ρετσίνας φέτος είναι στην πολύ χαμηλή τιμή των 0,32 λεπτών του ευρώ, με αποτέλεσμα, η παραμονή της τιμής σε αυτό το επίπεδο να τους οδηγήσει στο να μην βγάλουν ούτε τα έξοδά τους.
- Εύβοια: Βγαίνουν στους δρόμους οι ρετσινάδες – Κατεβαίνουν στη Χαλκίδα, evima.gr, 26 Νοεμβρίου 2023
- ※ Όπως καταγγέλλουν οι ρετσινάδες μεταξύ άλλων, η τιμή της ρετσίνας φέτος είναι στην πολύ χαμηλή τιμή των 0,32 λεπτών του ευρώ, με αποτέλεσμα, η παραμονή της τιμής σε αυτό το επίπεδο να τους οδηγήσει στο να μην βγάλουν ούτε τα έξοδά τους.
Συγγενικά[επεξεργασία]
επώνυμα:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρετσινάς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ρετσινάς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)