ρητορευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρητορευμένος η ρητορευμένη το ρητορευμένο
      γενική του ρητορευμένου της ρητορευμένης του ρητορευμένου
    αιτιατική τον ρητορευμένο τη ρητορευμένη το ρητορευμένο
     κλητική ρητορευμένε ρητορευμένη ρητορευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρητορευμένοι οι ρητορευμένες τα ρητορευμένα
      γενική των ρητορευμένων των ρητορευμένων των ρητορευμένων
    αιτιατική τους ρητορευμένους τις ρητορευμένες τα ρητορευμένα
     κλητική ρητορευμένοι ρητορευμένες ρητορευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρητορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρητορεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

ρητορευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]