ριπισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριπισμένος η ριπισμένη το ριπισμένο
      γενική του ριπισμένου της ριπισμένης του ριπισμένου
    αιτιατική τον ριπισμένο τη ριπισμένη το ριπισμένο
     κλητική ριπισμένε ριπισμένη ριπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριπισμένοι οι ριπισμένες τα ριπισμένα
      γενική των ριπισμένων των ριπισμένων των ριπισμένων
    αιτιατική τους ριπισμένους τις ριπισμένες τα ριπισμένα
     κλητική ριπισμένοι ριπισμένες ριπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ριπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ριπίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ριπισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]