ρουθούνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουθούνισμα < ρουθουνίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουθούνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρουθουνίζω, ήχος που προκύπτει από τα ρουθούνια κάποιου που είτε ανασαίνει ταχέως είτε έχει κάποια μορφή μερικής ή πλήρους απόφραξης των ρινικών οδών