ρυγχοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ρυγχοφόρος
- ο ρυγχωτός
- (ουσιαστικοποιημένο) ρυγχοφόρα: τα ρυγχωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυγχοφόρος
|