ρυθμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρυθμίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ρυθμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ρυθμίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυθμισμένος
|