ρόγχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόγχος οι ρόγχοι
      γενική του ρόγχου των ρόγχων
    αιτιατική τον ρόγχο τους ρόγχους
     κλητική ρόγχε ρόγχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρόγχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόγχος < ελληνιστική κοινή ῥογχός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόγχος αρσενικό

  1. θορυβώδης αναπνοή
  2. το ροχαλητό
  3. μη φυσιολογικός αναπνευστικός ήχος ο οποίος χαρακτηρίζεται από ασυνεχείς αναβράζοντες ήχους, κατά τη διάρκεια ακρόασης των πνευμόνων, στην εισπνευστική φάση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]