σαμπούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμπούκα οι σαμπούκες
      γενική της σαμπούκας των σαμπούκων
    αιτιατική τη σαμπούκα τις σαμπούκες
     κλητική σαμπούκα σαμπούκες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σφηνάκι σαμπούκας φλαμπέ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμπούκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sambuca < ιταλική sambuco < λατινική sambucus < αρχαία ελληνική σαμβύκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμπούκα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]