σανφασονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σανφασονισμός οι σανφασονισμοί
      γενική του σανφασονισμού των σανφασονισμών
    αιτιατική τον σανφασονισμό τους σανφασονισμούς
     κλητική σανφασονισμέ σανφασονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σανφασονισμός < σαν + φασόν + -ισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σανφασονισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • σανφασονισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)