σεντονιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεντονιασμένος η σεντονιασμένη το σεντονιασμένο
      γενική του σεντονιασμένου της σεντονιασμένης του σεντονιασμένου
    αιτιατική τον σεντονιασμένο τη σεντονιασμένη το σεντονιασμένο
     κλητική σεντονιασμένε σεντονιασμένη σεντονιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεντονιασμένοι οι σεντονιασμένες τα σεντονιασμένα
      γενική των σεντονιασμένων των σεντονιασμένων των σεντονιασμένων
    αιτιατική τους σεντονιασμένους τις σεντονιασμένες τα σεντονιασμένα
     κλητική σεντονιασμένοι σεντονιασμένες σεντονιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σεντονιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεντονιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

σεντονιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]