σεροτονινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεροτονινεργικός < αγγλική serotonergic < serotonine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε σεροτονίν(η) + -εργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σεροτονινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της σεροτονίνης
- ※ Ο ρόλος των σεροτονινεργικών 2C υποδοχέων στη νευροβιολογία και στη θεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής (Περιοδικό Ψυχιατρική, τόμος 18, τεύχος 1, [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεροτονινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)