σημασιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημασιολόγηση | οι | σημασιολογήσεις |
γενική | της | σημασιολόγησης* | των | σημασιολογήσεων |
αιτιατική | τη | σημασιολόγηση | τις | σημασιολογήσεις |
κλητική | σημασιολόγηση | σημασιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σημασιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημασιολόγηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία απόδοσης ορισμένης σημασίας ή περιεχομένου -κυρίως- σε λέξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σημασιολόγηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγηση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)