σιπαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιπαρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιπαρίδα, αιτιατική του σιπαρίς < ελληνιστική κοινή σίπαρος / σίφαρος < λατινική siparum[1] / supparum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιπαρίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιστίο) το πανί που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του ιστού του επιδρόμου στα τρίστηλα ιστιοφόρα πλοία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
ιστία: [2]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιπαρίδα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ supparum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)