σιπαρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιπαρίδα οι σιπαρίδες
      γενική της σιπαρίδας των σιπαρίδων
    αιτιατική τη σιπαρίδα τις σιπαρίδες
     κλητική σιπαρίδα σιπαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιπαρίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σιπαρίδα, αιτιατική του σιπαρίς < ελληνιστική κοινή σίπαρος / σίφαρος < λατινική siparum[1] / supparum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιπαρίδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

ιστία: [2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. supparum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .