σιροπιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιροπιασμένος η σιροπιασμένη το σιροπιασμένο
      γενική του σιροπιασμένου της σιροπιασμένης του σιροπιασμένου
    αιτιατική τον σιροπιασμένο τη σιροπιασμένη το σιροπιασμένο
     κλητική σιροπιασμένε σιροπιασμένη σιροπιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιροπιασμένοι οι σιροπιασμένες τα σιροπιασμένα
      γενική των σιροπιασμένων των σιροπιασμένων των σιροπιασμένων
    αιτιατική τους σιροπιασμένους τις σιροπιασμένες τα σιροπιασμένα
     κλητική σιροπιασμένοι σιροπιασμένες σιροπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιροπιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιροπιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

σιροπιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]