σιτισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιτισμένος η σιτισμένη το σιτισμένο
      γενική του σιτισμένου της σιτισμένης του σιτισμένου
    αιτιατική τον σιτισμένο τη σιτισμένη το σιτισμένο
     κλητική σιτισμένε σιτισμένη σιτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτισμένοι οι σιτισμένες τα σιτισμένα
      γενική των σιτισμένων των σιτισμένων των σιτισμένων
    αιτιατική τους σιτισμένους τις σιτισμένες τα σιτισμένα
     κλητική σιτισμένοι σιτισμένες σιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιτίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

σιτισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]