σιωνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιωνιστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική sioniste < sionisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιωνιστής αρσενικό (θηλυκό: σιωνίστρια)
- (πολιτική) ο υποστηρικτής ή οπαδός του σιωνισμού