σκάμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

σκάμμα σε στάδιο του Χονγκ Κονγκ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάμμα τα σκάμματα
      γενική του σκάμματος των σκαμμάτων
    αιτιατική το σκάμμα τα σκάμματα
     κλητική σκάμμα σκάμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκάμμα < αρχαία ελληνική σκάμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκάμμα ουδέτερο

  1. μέρος που έχει σκαφτεί, αποτέλεσμα το σκάβω
  2. λάκκος
  3. (αθλητισμός) σκαμμένο τμήμα εδάφους, γεμισμένο με άμμο, που χρησιμεύει κυρίως στα άλματα εις μήκος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκάμμα < σκάπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκάμμα ουδέτερο

  1. σκαμμένο μέρος
  2. λάκκος